- ρέλιασμα
- το Ν [ρελιάζω]η κατασκευή στριφώματος σε ύφασμα ή ένδυμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρέλιασμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του ρελιάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαργέλι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ., 116 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται 42 χλμ. ΒΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παπαφλέσσα. * * * και μαργέλλι, το 1. (για πηγάδι) κράσπεδο, χείλος 2. ραμμένη… … Dictionary of Greek
μαργέλωμα — και μαργέλλωμα [μαργελώνω] η πράξη και το αποτέλεσμα τού μαργεμαργέλωμα λώνω, στρίφωμα, ρέλιασμα … Dictionary of Greek
περιρραφή — η, Ν [περιρράπτω] 1. η ραφή γύρω από κάτι, η ραφή κομματιού υφάσματος αφού τό αναδιπλώσουμε, το στρίφωμα, το ρέλιασμα 2. ιατρ. η περίπαρση … Dictionary of Greek
πιρμπίλωμα — και μπιμπίλωμα, το [μπιρμπιλώνω] 1. η διακόσμηση εσωρούχων, μαντιλιών ή κεντημάτων με μπιρμπίλα 2. στρίφωμα, ρέλιασμα … Dictionary of Greek
φέλιασμα — το, ατος 1. το να φελιάζεις (βλ. λ.), το να προσθέτεις με ράψιμο κομμάτι υφάσματος στα άκρα φορέματος, το ρέλιασμα: Τελείωσα το φέλιασμα του γιακά. 2. ταινία υφάσματος ραμμένη στα άκρα φορέματος, μάτισμα, ματισιά, τσόντα: Στο μανίκι έβαλα μπλε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)